ἀμάχαιρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, without knife, Pherecr.82.
German (Pape)
[Seite 117] ohne Messer, Phereer. bei Poll. 10. 89
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάχαιρος: -ον, ὁ ἄνευ μαχαίρας, Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλοις» 13.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
que no tiene cuchillo de un viejo desdentado que va a comer, Pherecr.82.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α ἀμάχαιρος, -ον)
αυτός που δεν έχει μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μάχαιρα
βλ. μαχαίρι].