ἀλίκμητος

From LSJ
Revision as of 09:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίκμητος Medium diacritics: ἀλίκμητος Low diacritics: αλίκμητος Capitals: ΑΛΙΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: alíkmētos Transliteration B: alikmētos Transliteration C: alikmitos Beta Code: a)li/kmhtos

English (LSJ)

ον, not winnowed, ἄχυρα Aq. Sm. Thd.Is.30.24.

Spanish (DGE)

-ον no cernido Aq., Sm., Thd.Is.30.24.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἀλίκμητος, -ον)
αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λικμῶ) (-άω) «λιχνίζω»].
(II)
ἁλίκμητος, -ον (Α)
ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κμητὸς < κάμνω «κουράζομαι»].