ἀλίκμητος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, not winnowed, ἄχυρα Aq. Sm. Thd.Is.30.24.
Spanish (DGE)
-ον no cernido Aq., Sm., Thd.Is.30.24.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α ἀλίκμητος, -ον)
αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λικμῶ) (-άω) «λιχνίζω»].
(II)
ἁλίκμητος, -ον (Α)
ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κμητὸς < κάμνω «κουράζομαι»].