ἀπαναχωρέω
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
pass away, Olymp.in Grg.p.367 J.; v.l. for ἐπ-, J. BJ2.21.5:—Subst. ἀπαναχώρ-ησις, εως, ἡ, v.l. for ἐπ-, D.S.25.6.
German (Pape)
[Seite 278] weg- u. zurückgehen, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναχωρέω: ἐπιτεταμένον, ἀντὶ τοῦ ἀναχωρέω, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 222, 228· μετὰ γεν., Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 79· καὶ ἀπαναχώρησις, εως, ἡ, Διόδ. 25. 5· ἐκτὸς ἐὰν ἁπανταχοῦ πρέπῃ νὰ διορθωθῇ ἐπαναχωρέω.
Spanish (DGE)
marcharse op. μένειν Olymp.in Grg.32.4, 33.3
•c. gen. μετὰ τὸ ἀ[παναχω] ρῆσαί σε ἐμοῦ PGiss.72.4 (II d.C.)
•c. prep. πρὸς τοὺς Γαλάτας D.C.Epit.9.9.8.