ἀποικεσία

From LSJ
Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικεσία Medium diacritics: ἀποικεσία Low diacritics: αποικεσία Capitals: ΑΠΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: apoikesía Transliteration B: apoikesia Transliteration C: apoikesia Beta Code: a)poikesi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀποίκησις, especially of the Captivity, LXX4 Ki.24.15, al.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, Auswanderung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικεσία: ἡ, = ἀποίκησις, ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
destierro esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν LXX Psalm.Salom.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles LXX 4Re.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν LXX 4Re.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad LXX 2Es.6.19, cf. 16.

Greek Monolingual

ἀποικεσία, η αποικώ
1. η απομάκρυνση από την πατρίδα
2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ).