ἁβροσύνη
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἡ, = ἁβρότης, Sapph.79, E.Or.349, Xenoph.3.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, Glanz, Pracht, Sappho bei Athen. XV, 687 a; Eur. Or. 349 (von dem mit Prunk auftretenden Menelaus); nach obigem empfiehlt sich ἁβρ. μαθόντες ἀνωφελίας παρὰ Λυδῶν bei Athen. XII, 526 a, für ἀφροσύνας.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροσύνη: ἡ· = ἁβρότης. Σαπφ. 43. Εὐρ. Ὀρ. 349. Ξενοφάν. 3. 1.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lesb. ἀβροσύνα Sapph.58.25
• Prosodia: [ᾱ-ῠ]
refinamiento, lujo ἔγω δὲ φίλημμ' ἀβροσύναν Sapph.l.c., ἁβροσύνας δὲ μαθόντες ἀνωφελέας Xenoph.3.1, Μενέλαος ἄναξ, πολὺς ἁβροσύνῃ E.Or.349.
Greek Monotonic
ἁβροσύνη: ἡ = ἁβρότης, σε Σαπφώ, Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροσύνη: ἡ изящество, роскошь Sappho, Eur.