ἄντηχος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, sounding in response, ἁρμονία Ph.1.312, 2.485.
German (Pape)
[Seite 248] wiederhallend, Philo.
Spanish (DGE)
-ον
que suena como respuesta, ἁρμονία Ph.1.312, μέλος Ph.2.485.
Greek Monolingual
ἄντηχος, -ον (Α)
αυτός που δίνει απάντηση, που ανταποκρίνεται σε κάποιον ήχο.