Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ἐξαρύω (Α) αρύω
1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω
2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῖον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.)
3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναι
ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι».