εξαρύω

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

ἐξαρύω (Α) αρύω
1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω
2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῖον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.)
3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναι
ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι».