νοσοκομείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (ΑΜ νοσοκομεῖον) νοσοκόμος
κοινωνικο-επιστημονικό ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, για την κατά το δυνατόν πληρέστερη θεραπεία και την αποκατάσταση της υγείας τών ασθενών, καθώς και την παροχή περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας συνήθως την προσφορά του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια περίθαλψη, στη μητρότητα και στο παιδί
β. «ειδικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων ιδίως σε περιπτώσεις νόσων του θώρακος, λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσων
γ. «στρατιωτικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού
δ. «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο που χρησιμοποιείται ως νοσοκομείο, αλλ. νοσοκομειακό πλοίο
μσν.
μοναστηριακό αναρρωτήριο
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ξενών».