ορρείον

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

ὁρρεῖον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῖον και ὡρρεῖον, τὸ (ΑΜ)
αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη
μσν.
κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική του ανεφοδιασμού και τις ανάγκες της φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών»].