Πινδόθεν
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Adv.from Mount Pindus, Pi.P.1.66.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ ὄρους Πίνδου, Πινδ. Π. 1. 126.
French (Bailly abrégé)
adv.
du Pinde.
Étymologie: Πίνδος, -θεν.
Greek Monotonic
Πινδόθεν: επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πινδόθεν: adv. с Пинда Pind.
Middle Liddell
from Mount Pindus, Pind.