Σιδονίηθεν
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
Adv. from Sidon, Il.6.291.
Greek (Liddell-Scott)
Σῑδονίηθεν: Ἐπιρρ., ἐκ τῆς Σιδῶνος, Ἰλ. Ζ. 291.
French (Bailly abrégé)
adv.
de Sidon.
Étymologie: Σιδών.
Greek Monotonic
Σῑδονίηθεν: (Σιδών), επίρρ., από τη Σιδώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Σῑδονίηθεν: adv. из Сидонии Hom.