εἰδάλλομαι
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
= εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 723] = εἰδαίνομαι, Hesych. Vgl. ἰνδάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδάλλομαι: εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Ἡσύχ.