εὐγενίζω
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ennoble, πόλιν Philem.180, cf. Lib.Eth.17.4.
German (Pape)
[Seite 1059] edel machen, adeln, τὴν πόλιν εὐγενίζεις Philem. fr. inc. 89.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγενίζω: καθιστῶ τι εὐγενές, ἐξευγενίζω, πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐγενίζω) ευγενής
καθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζω
μσν.
(η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, -η, -ον
1. (για καταγωγή) ευγενικός
2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους.