εὐκτήδων
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον, gen. ονος, straight-grained, of wood, Thphr.HP5.1.11.
German (Pape)
[Seite 1076] od. εὐκτήδονος, geradfaserig (κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτήδων: -ον, γεν. ονος, (κτηδών) ἔχων εὐθείας ἶνας· ἐντεῦθεν, εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. εὐκέατος.
Greek Monolingual
εὐκτήδων, -ον (Α)
(για ξύλο)
1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες
2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα του ξύλου»].