οἰκοδέσποινα
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
ἡ, mistress of a family, SIG985.52 (Philadelphia, i B. C.), Phintys ap.Stob.4.23.61, Babr.10.5, Plu. 2.613a.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέσποινα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ δέσποινα τοῦ οἴκου, ἡ οἰκοκυρά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 27, Βαβρ. 10. 5, Πλούτ. 2. 612F.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
maîtresse de maison.
Étymologie: οἶκος, δέσποινα.
Greek Monolingual
η (Α οικοδέσποινα)
η κυρία του σπιτιού, η νοικοκυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέσποινα.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδέσποινα: ἡ хозяйка дома Babr., Plut.