οἰνιστηρία
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἡ, cup used at this festival, Pamphil. ap. Ath.11.494f:—also οἰν-ίστρια, Poll.6.22.
Greek Monolingual
οἰνιστηρία ἡ (Α) οινιστήρια
το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια.
Greek Monolingual
οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α)
εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να πιουν κρασί («οἰνιστήρια
σπονδὴ τελουμένη τῷ Ἡρακλεῑ ὑπὸ τῶν ἐφήβων πρίν ἀποκείρασθαι», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. αγισ-τήρια Ανθεσ-τήρια)].