τελειωτικός
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ή, όν, perfective, effective, Procl.Inst.78. Adv. τελειωτικῶς = in such a way as to perfect Id.in Alc.p.52 C.
German (Pape)
[Seite 1085] vollendend, beendigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελειωτικός: -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ ἀγάπη Κλήμ. Ἀλεξ. 800· ἀλλά, σοφία τελεωτικὴ αὐτόθι 448.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τελειωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, -ή, όν, Α τελειῶ, -ώνω
νεοελλ.
1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση»)
2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα»)
μσν.-αρχ.
αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική», Κλήμ. Αλ.).
επίρρ...
τελειωτικώς / τελειωτικῶς ΝΑ, και τελειωτικά Ν
νεοελλ.
οριστικά, αμετάκλητα
αρχ.
κατά τρόπο που οδηγεί στην τελείωση.