ταχύχειρ
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χειρος, quick of hand, nimble, Critias 55.
German (Pape)
[Seite 1077] χειρος, ὁ, ἡ, mit schnellen od. leichten Händen, behend, Critias 46.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ταχὺς τὰς χεῖρας, Κριτίας 46, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
-ειρος, ὁ, ἡ, Α
ο γρήγορος στα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -χειρ (< χείρ ἡ «χέρι»), πρβλ. πολύ-χειρ].