τεχνολόγος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνολόγος Medium diacritics: τεχνολόγος Low diacritics: τεχνολόγος Capitals: ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: technológos Transliteration B: technologos Transliteration C: technologos Beta Code: texno/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, writer on the art of rhetoric, Phld.Rh.1.203 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1104] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traite d'un art ou des règles d'un art.
Étymologie: τέχνη, λόγος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν
αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τεχνολογία
2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης
3. αυτός που μιλά με τέχνη
4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -λόγος].

Greek Monotonic

τεχνολόγος: -ον, αυτός που πραγματεύεται κάτι κατά τους κανόνες της τέχνης.

Middle Liddell

τεχνο-λόγος, ον,
treating by rules of art.