τετραετηρία
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἡ, term of four years, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετραετηρία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετηρία].