τρυγητήριον
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
τό, wine-press, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήριον: τό, ληνός, «πατητῆρι» σταφυλῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ο ληνός, το πατητήρι τών σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήριον].