τριχοῦ

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοῦ Medium diacritics: τριχοῦ Low diacritics: τριχού Capitals: ΤΡΙΧΟΥ
Transliteration A: trichoû Transliteration B: trichou Transliteration C: trichoy Beta Code: trixou=

English (LSJ)

Adv. in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.

French (Bailly abrégé)

adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].

Greek Monotonic

τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχοῦ [τρίχα] adv., op drie plaatsen.

Middle Liddell

τρίχα
in three places, Hdt.