ἀποπεραίνω
From LSJ
English (LSJ)
complete, finish, in fut. ἀποπερᾰνῶ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 318] ganz zu Ende führen, vollenden, Suid. ἀποπερατίζω, dasselbe, Schol. Ar. Nub. 1456.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεραίνω: ἄγω εἰς πέρας, τελειώνω, «ἀποπερανῶ· ἀποπληρώσω, ἀποτελέσω» Ἡσύχ.· ἀποπεραίνων εὐχὰς Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 518Α.
Spanish (DGE)
1 cumplir, llevar a cabo τὴν εἰς γονέας αἰδῶ Cyr.Al.M.68.1036A, τὰ αἰτήματα Cyr.Al.M.69.737A, cf. Hsch., de ritos cumplir, celebrar Cyr.Al.M.72.869C.
2 limitar τὴν χώραν A.Barth.1 (p.128.10).
Greek Monolingual
ἀποπεραίνω (AM)
τελειώνω, συμπληρώνω κάτι.