ἀρρενογονία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.
Greek Monolingual
η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.