ἀρθρῖτις
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ιδος, ἡ (acc. -ῖτιν Porph.Abst.1.53), as if fem. of ἀρθρίτης, which does not occur:—of or in the joints, νόσος Hp.Aff.30; ἡ ἀ. gout, Id.Aph.3.16 (pl.), Aret.SD2.12, etc.
German (Pape)
[Seite 350] ιδος, ἡ. sc. νόσος, Gliederkrankheit, Gicht, Hdn. 3, 14, 4; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρῖτις: -ιδος, ἡ, ὡσεὶ θηλ. τοῦ ἀρθρίτης, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ, ἡ τῶν ἄρθρων φλεγμονή, ἡ γνωστὴ νόσος τῶν ἄρθρων, ἀρθρῖτις φλεγμονὴ συνισταμένη περὶ τοῖς ἄρθροις ἔμμονος, πόνον ἰσχυρὸν ἐπιφέρουσα πασχόντων τῶν νεύρων Ὅροι Ἰατρ. σ. 398. 52˙ ἀρθρῖτις νοῦσος ὅταν ἔχῃ, λαμβάνει πῦρ καὶ ὀδύνη τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος, λαμβάνει δὲ καὶ ὀξέη, καὶ ἐς ἄλλοτε ἄλλο τῶν ἄρθρων ὄξύτεραί τε καὶ μαλακώτεραι καταστηρίζουσιν αἱ ὀδύναι Ἱππ. 524. 20, Ἀφορ. 1247.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
medic. artritis Hp.Aph.3.16, Aff.31, Gal.14.756, 19.427, Aret.SD 2.12.1, 4, ἀ. νόσος Hp.Aff.30, Porph.Abst.1.53, Lyd.Mag.3.70.