ἐχιδνοφαγία
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἡ, eating of vipers, Dsc.Eup.1.227.
German (Pape)
[Seite 1126] ἡ, das Essen von Nattern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234.
Greek Monolingual
ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- του αορ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. αεροφαγία, πολυφαγία].