ἰδιοπάθεια
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
[ῐδ, πᾰ], ἡ, Medic., affection having a local origin, Gal. 8.31, al., Alex.Aphr.Pr.2.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοπάθεια: ἡ, ἰδία ψυχικὴ πάθησις, τὸ αἰσθάνεσθαί τι μόνον δι᾿ ἑαυτόν, ἀντίθετον τῷ συμπάθεια, Γαλην. 7. 454, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 35.
Greek Monolingual
η (Α ἰδιοπάθεια) ιδιοπαθής
νόσος που έχει τοπική προέλευση
νεοελλ.
νόσος της οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη.