ἰσίκιον
English (LSJ)
[ῑσῐ], τό, or ἴσῐκος, ὁ, a dish of mince-meat (formed from Lat. insicium acc. to Macr.Sat.7.8.1), Ath.9.376b, POxy.1730 (iv A.D.):—also ἴσικος, ὁ, Alex.Aphr.Pr.1.22, Alex.Trall.Febr.1: pl., Olymp.in Grg.p.360J.
German (Pape)
[Seite 1263] τό, ein Gericht aus gehacktem Fleische, insicium, Ath. IX, 376 d; Lucill. ep. (XI, 212).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσίκιον: ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, ἔδεσμα ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.
Greek Monolingual
ἰσίκιον, τὸ (Α)
είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium].
Russian (Dvoretsky)
ἰσίκιον: τό или ἴσικος (ῑσῐ) ὁ [лат. insicium блюдо из рубленого мяса, предполож. колбаса Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a dish of mine-meat (Ath. 376 b. pap.)
Derivatives: ἴσικος id. (Alex. Aphr., Pr. 1, 22), ἰσικιάριος and ἰσικιομάγειρος butcher
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. insicium