ὀκτάτονος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάτονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ον, eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάτονος: (ᾰ) восьмикратно протянутый: ὀκτάτονοι ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).

Middle Liddell

ὀκτά-˘τονος, ον,
eight-stretched, ἕλικες ὀκτ. the eight arms of the cuttlefish, Anth.