ὀλοθρευτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, destructive, Sch.Od.11.128.
German (Pape)
[Seite 325] verderblich, verderbend, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, -ή, -όν) ολοθρευτής
εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός.
Full diacritics: ὀλοθρευτικός | Medium diacritics: ὀλοθρευτικός | Low diacritics: ολοθρευτικός | Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: olothreutikós | Transliteration B: olothreutikos | Transliteration C: olothreftikos | Beta Code: o)loqreutiko/s |
ή, όν, destructive, Sch.Od.11.128.
[Seite 325] verderblich, verderbend, Sp.
-ή, -ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, -ή, -όν) ολοθρευτής
εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός.