ὀμιχέω
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
v. ὀμείχω.
German (Pape)
[Seite 332] das Wasser lassen, pissen; Hes. O. 729; D. L. 8, 17. Vgl. ὀμίχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμῑχέω: οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, ἔνθα φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. ὀμίχω), ὤμιξεν αἷμα Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· ὅθεν καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. ὡσαύτως ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus (κοπρία), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.).
Greek Monotonic
ὀμῑχέω: Λατ. mingo, ουρώ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμῑχέω: испускать мочу, мочиться Hes., Diog. L.
Frisk Etymological English
See also: s. ὀμείχω.
Middle Liddell
ὀμῑχέω,
Lat. mingo, to make water, Hes.
Frisk Etymology German
ὀμιχέω: {omikhéō}
See also: s. ὀμείχω.
Page 2,387