ὀψιβλαστής

From LSJ
Revision as of 11:01, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιβλαστής Medium diacritics: ὀψιβλαστής Low diacritics: οψιβλαστής Capitals: ΟΨΙΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: opsiblastḗs Transliteration B: opsiblastēs Transliteration C: opsivlastis Beta Code: o)yiblasth/s

English (LSJ)

ές, late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.

German (Pape)

[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.

Greek Monolingual

ὀψιβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. ὀψέ) + -βλαστής (< βλαστάνω)].