Ὀλυμπιόνικος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ον, victorious in the Olympic games, ib.5.21, al.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπιόνῑκος: -ον, ὁ νικῶν ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. 5. 49, κτλ.
English (Slater)
Ὀλυμπῐόνῑκος, -ον
1 victorious at Olympia οὕνεκ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι pr. (O. 14.19) κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (N. 6.17) pro subs., σέ τ, Ὀλυμπιόνικε (O. 5.21)
Greek Monotonic
Ὀλυμπιόνῑκος: -ον (νικάω), = το προηγ. σε Πίνδ.