ὑλόβιος
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ὁ, living in the woods, name of a sect of Indian devotees, being a literal translation of the Skt. Vāna-prastha, one who retired to the forest, being in the third stage of life, Megasth. ap. Str.15.1.60.
German (Pape)
[Seite 1177] im Walde, von Waldfrüchten lebend, Arr. Ind.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλόβιος: ὁ, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, ὄνομα αἱρέσεώς τινος Ἰνδῶν θρησκομανῶν, κατὰ λέξιν μετάφρασις τοῦ Σανσκρ. Vâna-Prastha, ὁ εἰς τὰ δάση ἀποσυρθείς, ὢν ἐν τῇ τρίτῃ καταστάσει τοῦ βίου, ἴδε M. Müller Hibbert Lect. σ. 354, Μεγασθένης παρὰ Στοβ. 713 (Ἀποσπ. 40, ἔκδ. Müll.).
Greek Monolingual
ο / ὑλόβιος, ΝΑ, και δ. γρφ. ὑλήβιος Α
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο
αρχ.
1. αυτός που ζει στα δάση ή τρέφεται από τους καρπούς του δάσους
2. στον πληθ. oἱ ὑλόβιοι
ονομασία μιας αίρεσης ερημιτών στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hylobius].