ὑλόβιος

From LSJ
Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλόβῐος Medium diacritics: ὑλόβιος Low diacritics: υλόβιος Capitals: ΥΛΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hylóbios Transliteration B: hylobios Transliteration C: ylovios Beta Code: u(lo/bios

English (LSJ)

ὁ, living in the woods, name of a sect of Indian devotees, being a literal translation of the Skt. Vāna-prastha, one who retired to the forest, being in the third stage of life, Megasth. ap. Str.15.1.60.

German (Pape)

[Seite 1177] im Walde, von Waldfrüchten lebend, Arr. Ind.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλόβιος: ὁ, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, ὄνομα αἱρέσεώς τινος Ἰνδῶν θρησκομανῶν, κατὰ λέξιν μετάφρασις τοῦ Σανσκρ. Vâna-Prastha, ὁ εἰς τὰ δάση ἀποσυρθείς, ὢν ἐν τῇ τρίτῃ καταστάσει τοῦ βίου, ἴδε M. Müller Hibbert Lect. σ. 354, Μεγασθένης παρὰ Στοβ. 713 (Ἀποσπ. 40, ἔκδ. Müll.).

Greek Monolingual

ο / ὑλόβιος, ΝΑ, και δ. γρφ. ὑλήβιος Α
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο
αρχ.
1. αυτός που ζει στα δάση ή τρέφεται από τους καρπούς του δάσους
2. στον πληθ. oἱ ὑλόβιοι
ονομασία μιας αίρεσης ερημιτών στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hylobius].