ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Full diacritics: ὑετώδης | Medium diacritics: ὑετώδης | Low diacritics: υετώδης | Capitals: ΥΕΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: hyetṓdēs | Transliteration B: hyetōdēs | Transliteration C: yetodis | Beta Code: u(etw/dhs |
ες, rainy, showery, J.AJ1.1.1.
[Seite 1175] ες, regenartig, regnig, Ios.
ὑετώδης: [ῡ], ες, (εἶδος) βροχερός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1.
-ες / ὑετώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑετός
βροχερός.