ὑπερκαταγέλαστος

From LSJ
Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Medium diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Low diacritics: υπερκαταγέλαστος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatagélastos Transliteration B: hyperkatagelastos Transliteration C: yperkatagelastos Beta Code: u(perkatage/lastos

English (LSJ)

ον, exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.

German (Pape)

[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].

Greek Monotonic

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαταγέλαστος: необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.

Middle Liddell

ὑπερ-καταγέλαστος, ον,
exceedingly absurd, Aeschin.