ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
SourceClick links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
groan for, σῶν ὑ. πόνων A.Pr.66 (nisi leg. ὕπερ στένω).
German (Pape)
[Seite 1201] darüber seufzen, stöhnen, τινός (?). Bei Aesch. Prom. 66 ist jetzt σῶν ὕπερ στένω geschrieben.
Greek Monolingual
Α
πιθ. στενάζω για κάτι ή για χάρη άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + στένω «στενάζω, βογγώ»].