ὑποφαύσκω
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
begin to shine, ὑποφαύσκοντος at daybreak, Arist.Pr. 888b27; ὑποφαυσκούσης ἕω v.l. ib.938a32; cf. ὑποφώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφαύσκω: ἀρχίζω νὰ φέγγω. ὑποφαύσκοντος (δηλαδ. τοῦ ἡλίου) Ἀριστ. Προβλ. 8. 17, 1· πρβλ. ὑποφώσκω.
Greek Monolingual
Α
ὑποφώσκω, αρχίζω να φέγγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποφαύσκω: брезжить, рассветать: ὑποφαύσκοντος Arst. на рассвете.