ὑποψιθυρίζω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
whisper softly, of fingers on the lyre, Ach.Tat.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἠρέμα, ἡ παρθένος παρατιθεμένη μοι τὸ ποτήριον, χαίροις, ὑπεψιθύρισεν Εὐμάθ. 1. 8.