κορικός

From LSJ
Revision as of 14:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῐκός Medium diacritics: κορικός Low diacritics: κορικός Capitals: ΚΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: korikós Transliteration B: korikos Transliteration C: korikos Beta Code: koriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = παρθενικός, of a girl, χιτών Schwyzer 462 B 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. Poll.2.17. Adv. κορικῶς = like a girl, τρυφᾶν Ph.2.89; βαδίζειν Ael.NA2.38; αἰσχύνεσθαι Alciphr.3.2: Comp. -ώτερον Eust.1571.43. II belonging to Kore, πεπλοποιία Dam.Pr.339.

Greek (Liddell-Scott)

κορῐκός: -ή, -όν, παρθενικός, Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς κοράσιον, βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κορικός, -ή, -όν) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη του ματιού («κορικός υμένας»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη.
επίρρ...
κορικῶς (Α)
με τον τρόπο κοριτσιού, σαν κορίτσι.