μελίγαρυς
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
Doric for μελίγηρυς.
German (Pape)
[Seite 122] dor. = μελίγηρυς, w. m. s.
English (Slater)
μελῐγᾱρυς sweet voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)
Russian (Dvoretsky)
μελίγᾱρυς: υος adj. дор. = μελίγηρυς.