πολυύμνητος

Revision as of 11:35, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

ον, much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.

German (Pape)

[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.

English (Slater)

πολῠύμνητος much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)

Spanish

muy alabado con himnos

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].

Greek Monotonic

πολυύμνητος: -ον, αυτός που έχει υμνηθεί πολύ, πολύ γνωστός στο τραγούδι, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] veel bezongen.

Middle Liddell

πολυ-ύμνητος, ον,
much-famed in song, Pind.