φωνά

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

English (Slater)

φωνά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν.) voice φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον (O. 6.66) δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον (sc. Βάττον) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (cf. (P. 5.59) ) (P. 4.63) μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137) αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (P. 9.29) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90) esp., of singing, Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (sc. ὦ Μοῖσα) (P. 11.41) ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ (N. 2.25) δίδοι φωνάν (N. 5.51) θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται (N. 9.49) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (I. 2.25) βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ (ψυχρὸν Plut., unde ψυχὰν Wil.) fr. 124d. φωνᾷ τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ (Pae. 8.83)

Russian (Dvoretsky)

φωνά: (ᾱ) ἡ дор. = φωνή.