ἐρασίμολπος

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσίμολπος Medium diacritics: ἐρασίμολπος Low diacritics: ερασίμολπος Capitals: ΕΡΑΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: erasímolpos Transliteration B: erasimolpos Transliteration C: erasimolpos Beta Code: e)rasi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον, delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.

German (Pape)

[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.

English (Slater)

ἐρᾰςῐμολπος, -ον loving song Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.16)

Greek Monolingual

ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.