πίθων

From LSJ
Revision as of 12:10, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίθων Medium diacritics: πίθων Low diacritics: πίθων Capitals: ΠΙΘΩΝ
Transliteration A: píthōn Transliteration B: pithōn Transliteration C: pithon Beta Code: pi/qwn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.

English (Slater)

πῐθων monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].

Greek Monotonic

πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πίθων: ωνος (ῐ) ὁ
1) обезьянка Babr.;
2) лукавец, льстец Pind.

Middle Liddell

πίθων, ονος, ὁ,
a little ape, Babr.; of a flatterer, Pind.