ἐπιτακτός

From LSJ
Revision as of 12:25, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

German (Pape)

[Seite 989] adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.

English (Slater)

ἐπῐτακτός appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) επιτάσσω
νεοελλ.
αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)
αρχ.
1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)
2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακτα
οι διαταγές, οι προσταγές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτός: указанный, предписанный (μέτρον Pind.).