μοιχάγρια

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχάγρια Medium diacritics: μοιχάγρια Low diacritics: μοιχάγρια Capitals: ΜΟΙΧΑΓΡΙΑ
Transliteration A: moichágria Transliteration B: moichagria Transliteration C: moichagria Beta Code: moixa/gria

English (LSJ)

τά, (ἄγρα) fine imposed on one taken in adultery, μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχάγρια: τά, (ἄγρα) πρόστιμον ἐπιβαλλόμενον εἰς τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθέντα, μοιχάγρ’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332. - Καθ’: Ἡσύχ.: «μοιχάγρια· τὰ τῆς μοιχείας ἀγρεύματα, ὁ γὰρ ληφθεὶς ἐπὶ μοιχείᾳ ζημιοῦται».

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
amende que paie l'adultère pris sur le fait.
Étymologie: μοιχός, ἀγρέω.

English (Autenrieth)

(μοιχός, ἄγρη): the fine imposed upon one taken in adultery, Od. 8.332†.

Greek Monolingual

μοιχάγρια, τὰ (Α)
πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι' ὀφέλει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)].

Greek Monotonic

μοιχάγρια: τά (ἄγρα), ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον που συνελήφθη να διαπράττει μοιχεία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχάγρια: τά кара для соблазнителя чужой жены, возмездие за прелюбодеяние Hom.

Middle Liddell

μοιχ-άγρια, ων, τά, ἄγρα
a fine imposed on one taken in adultery, Od.