χαλκοάρας
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ὁ, bronze-armed, of men, in gen. pl. -αρᾶν, Pi.I.4(3).63(81); acc. sg. -άραν ib.5(4).41.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m.
à l'armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, *ἄρω.
English (Slater)
χαλκοᾰρᾱς (v. Leumann, Hom. Wörter, 66.) bronze armed αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (v. Wil., Herakles, 1. 81—2) (I. 4.63) καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν (I. 5.41) χα]λκοᾳρ[α (supp. Lobel) P. Oxy. 2445, fr. 32.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοάρᾱς: α (ᾱρ) adj. одетый в медные доспехи (στράταρχος Pind.).