ἐμπείραμος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, poet. for ἐμπέραμος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 811] poet. = ἔμπειρος, ἐμπέραμος, Lycophr. 1196; ναυτιλίης Agath. 57 (X, 14); a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπείρᾱμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπέραμος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l'expérience de, gén..
Étymologie: ἔμπειρος.
Spanish (DGE)
v. ἐμπέραμος.
Greek Monotonic
ἐμπείρᾰμος: -ον, ποιητ. αντί ἐμπέραμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπείρᾰμος: опытный, искусный (ναυτιλίης Anth.).
Middle Liddell
ἐμπείρᾰμος, ον adj poet. for ἐμπέραμος.]