υποκριτής
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
Greek Monolingual
ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν ὑποκρίνομαι
1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός
2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται
αρχ.
1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι
2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾶς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)
3. αυτός που απαγγέλλει κάτι
4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).